αγήτευτος

αγήτευτος
-η, -ο [γητεύω]
1. αυτός που δεν τόν γήτεψαν, που δεν άσκησαν μαγική επήρεια επάνω του (εξορκισμό, μαγγανείες κ.λπ.) για να θεραπευθεί
2. αυτός που δεν μπορούν να τόν γητέψουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγήτευτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να πάθει γήτεμα, βάσκαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγύτευτος — η, ο [γυτεύω] βλ. ορθτ. αγήτευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”